- επωαστήρας
- ο [επωάζω]1. συσκευή για τεχνητή επώαση αβγών2. συσκευή για προστασία παιδιών που έχουν γεννηθεί πρόωρα, θερμοκοιτίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επωαστήρας — ο 1. ειδικά διασκευασμένος χώρος όπου η κότα κλωσά τα αβγά της, φωλιά, κλωσοφωλιά. 2. συσκευή που θερμαίνεται σταθερά, όπου τοποθετούνται τα αβγά που είναι για επώαση, το εκκολαπτήριο, η εκκολαπτική μηχανή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επωαστικός — ή, ό (AM ἐπωαστικός, ή, όν) [επωάζω] 1. αυτός που αναφέρεται στην επώαση («επωαστικό μέσο») 2. αυτός που επωάζει («επωαστικά πουλιά») 3. φρ. «επωαστική μηχανή» επωαστήρας αρχ. (για πτηνά) αυτός που επιθυμεί να επωάσει … Dictionary of Greek
κλωσσομηχανή — η η επωαστική μηχανή, ο επωαστήρας … Dictionary of Greek